- ισοκληρος
- ἰσόκληροςἰσό-κληρος2имеющий равную долю
ἰσόκληροι τοῖς βίοις Plut. — равные по имущественному положению
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἰσόκληροι τοῖς βίοις Plut. — равные по имущественному положению
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ισόκληρος — ἰσόκληρος, ον (Α) ίσος κατά τον κλήρο, κατά την περιουσία, ισοκληρονόμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κλήρος (< κλῆρος), πρβλ. ολιγό κληρος, ολό κληρος] … Dictionary of Greek
ἰσοκλήρους — ἰσόκληρος equal in property masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισοκληρία — ἰσοκληρία, ἡ (Μ) [ισόκληρος] ίσος κλήρος, ισότητα περιουσίας, το να έχει κάποιος ίσο μερίδιο … Dictionary of Greek
κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… … Dictionary of Greek